Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βούληση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βούλησ|η <-εις> [ˈvulisi] SUBST θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με βούληση

θεία βούληση
Gottes Wille αρσ
κατά βούληση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский