Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βλαστημώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . βλαστημ|ώ <-άς, -ησα> [vlastiˈmɔ] VERB μεταβ (κάποιον, κάτι)

βλαστημώ

II . βλαστημ|ώ <-άς, -ησα> [vlastiˈmɔ] VERB αμετάβ (λέω βρισιές)

βλαστημώ
βλαστημώ σαν βαρκάρης

Παραδειγματικές φράσεις με βλαστημώ

βλαστημώ σαν βαρκάρης

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский