Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βλέπω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βλέπω <είδα, ειδώθηκα, ιδωμένος> [ˈvlɛpɔ] VERB μεταβ/αμετάβ

1. βλέπω (έχω την αίσθηση της όρασης):

βλέπω μτφ

4. βλέπω (γιατρός: εξετάζω):

βλέπω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский