Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βενζολικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βενζολικ|ός <-ή, -ό> [vɛnzɔliˈkɔs] ΕΠΊΘ

βενζολικός
Benzol-
βενζολικός δακτύλιος
Benzolring αρσ
Benzolderivat ουδ
βενζολικός πυρήνας
Benzolkern αρσ
Benzolreihe θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με βενζολικός

βενζολικός δακτύλιος
Benzolring αρσ
βενζολικός πυρήνας
Benzolkern αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский