Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βεληνεκές“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βεληνεκ|ές <-ούς> [vɛlinɛˈcɛs] SUBST ουδ (όπλου)

βεληνεκές
Reichweite θηλ
μεγάλο/μικρό βεληνεκές

Παραδειγματικές φράσεις με βεληνεκές

μεγάλο/μικρό βεληνεκές

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский