Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βεβαιώνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . βεβαιώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [vɛvɛˈɔnɔ] VERB μεταβ

1. βεβαιώνω (πείθω κάποιον):

βεβαιώνω κάτι σε κάποιον

2. βεβαιώνω (επιβεβαιώνω):

βεβαιώνω

Παραδειγματικές φράσεις με βεβαιώνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский