Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βδομάδα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βδομάδα

βδομάδα s. εβδομάδα

Βλέπε και: εβδομάδα

εβδομάδα [ɛvðɔˈmaða], βδομάδα [vðɔˈmaða] SUBST θηλ

Woche θηλ
τρεις φορές τη βδομάδα
die Wochentage αρσ πλ
Wochenende ουδ
Wochenanfang αρσ
Arbeitswoche θηλ
die Karwoche θηλ

εβδομάδα [ɛvðɔˈmaða], βδομάδα [vðɔˈmaða] SUBST θηλ

Woche θηλ
τρεις φορές τη βδομάδα
die Wochentage αρσ πλ
Wochenende ουδ
Wochenanfang αρσ
Arbeitswoche θηλ
die Karwoche θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский