Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βδέλλα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βδέλλα [ˈvðɛla] SUBST θηλ

1. βδέλλα (ζώο):

βδέλλα
Blutegel αρσ
ιατρική βδέλλα
Heilblutegel αρσ

2. βδέλλα μτφ (άνθρωπος που απομυζά):

βδέλλα
Schmarotzer αρσ

3. βδέλλα μτφ (άνθρωπος φορτικός):

βδέλλα
Klette θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με βδέλλα

ιατρική βδέλλα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский