Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βασικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βασικ|ός <-ή, -ό> [vasiˈkɔs] ΕΠΊΘ

Παραδειγματικές φράσεις με βασικός

βασικός κανόνας
Grundregel θηλ
βασικός υμένας ΑΝΑΤ
βασικός μισθός
Hauptzeuge αρσ
βασικός/κύριος όρος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский