Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βασανίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βασανί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [vasaˈnizɔ] VERB μεταβ

3. βασανίζω (κακοποιώ για ομολογία):

βασανίζω

4. βασανίζω (εξετάζω λεπτομερειακά):

βασανίζω

ιδιωτισμοί:

βασανίζω το μυαλό μου

Παραδειγματικές φράσεις με βασανίζω

βασανίζω το μυαλό μου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский