Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βαραίνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . βαρ|αίνω <-υνα, -εμένος> [vaˈrɛnɔ] VERB μεταβ

1. βαραίνω (κάνω βαρύτερο):

βαραίνω

2. βαραίνω (επιθέτω βάρος):

βαραίνω

4. βαραίνω (καταθέσεις μαρτύρων, κατηγορία):

βαραίνω

II . βαρ|αίνω <-υνα, -εμένος> [vaˈrɛnɔ] VERB αμετάβ

1. βαραίνω (γίνομαι βαρύτερος):

βαραίνω

2. βαραίνω (ειδικά άνθρωπος):

βαραίνω

Παραδειγματικές φράσεις με βαραίνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский