Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βάψιμο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βάψιμο [ˈvapsimɔ] SUBST ουδ

1. βάψιμο (χρωμάτισμα: μαλλιών, υφάσματος):

βάψιμο
Färben ουδ

2. βάψιμο (τοίχου):

βάψιμο
Streichen ουδ

3. βάψιμο (πέρασμα με πινέλο):

βάψιμο
Anstrich αρσ
πρώτο βάψιμο
Grundanstrich αρσ
δεύτερο/τρίτο βάψιμο

Παραδειγματικές φράσεις με βάψιμο

πρώτο βάψιμο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский