Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „βάσανο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

βάσανο [ˈvasanɔ] SUBST ουδ

1. βάσανο (σωματικός ή ψυχικός πόνος):

βάσανο
Qual θηλ

2. βάσανο (βασανιστήρια):

βάσανο
Folter θηλ

3. βάσανο (ταλαιπωρία, στενοχώρια):

βάσανο
Sorge θηλ

4. βάσανο (κάτι πολύ ενοχλητικό):

βάσανο
Plage θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με βάσανο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский