Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αυτονομία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αυτονομία [aftɔnɔˈmia] SUBST θηλ

1. αυτονομία:

αυτονομία
Autonomie θηλ
ζητώ αυτονομία

2. αυτονομία Η/Υ:

αυτονομία

3. αυτονομία (μπαταρίας):

αυτονομία
Laufzeit θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με αυτονομία

αυτονομία θηλ καταστατικού
ζητώ αυτονομία
αυτονομία θηλ λήψης αποφάσεων

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский