Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αυτοαπασχολούμενος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αυτοαπασχολούμεν|ος <-η, -ο> [aftɔapasxɔˈlumɛnɔs] ΕΠΊΘ

αυτοαπασχολούμενος
είμαι αυτοαπασχολούμενος (γενικά, φορολογικά)
είμαι αυτοαπασχολούμενος (είμαι ελεύθερος επαγγελματίας)
die Selbstständigen αρσ πλ

Παραδειγματικές φράσεις με αυτοαπασχολούμενος

είμαι αυτοαπασχολούμενος (γενικά, φορολογικά)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский