Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αυξάνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . αυξ|άνω <-ησα, -ήθηκα, -ημένος> [afˈksanɔ] VERB μεταβ

1. αυξάνω (γενικά: ανεβάζω):

αυξάνω

2. αυξάνω (ειδικά τιμές και μισθούς):

αυξάνω

II . αυξ|άνω <-ησα, -ήθηκα, -ημένος> [afˈksanɔ] VERB αμετάβ

1. αυξάνω (ανεβαίνω):

αυξάνω

2. αυξάνω (γίνομαι περισσότερος):

αυξάνω

III . αυξάνομαι VERB αυτοπ ρήμα

1. αυξάνομαι (ανεβαίνω):

2. αυξάνομαι (γίνομαι περισσότερος):

Παραδειγματικές φράσεις με αυξάνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский