Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ασφαλίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ασφαλί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [asfaˈlizɔ] VERB μεταβ

1. ασφαλίζω (προφυλάγω από ενδεχόμενο κίνδυνο):

ασφαλίζω
ασφαλίζω κάτι από κάτι

2. ασφαλίζω (συνάπτω σύμβαση ασφάλειας):

ασφαλίζω

Παραδειγματικές φράσεις με ασφαλίζω

ασφαλίζω κάτι από κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский