Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αστειεύομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αστειεύ|ομαι <-τηκα> [astiˈɛvɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με αστειεύομαι

δεν αστειεύομαι!

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский