Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ασκός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ασκός [asˈkɔs] SUBST αρσ

1. ασκός (ασκί):

ασκός
Lederflasche θηλ

2. ασκός ΙΑΤΡ:

δακρυϊκός ασκός
Tränensack αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με ασκός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский