Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ασθενοφόρο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ασθενοφόρο [asθɛnɔˈfɔrɔ] SUBST ουδ

ασθενοφόρο
Krankenwagen αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με ασθενοφόρο

ασθενοφόρο ελικόπτερο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский