Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ασέβεια“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ασέβεια [aˈsɛvia] SUBST θηλ

1. ασέβεια (έλλειψη σεβασμού):

ασέβεια

2. ασέβεια ΘΡΗΣΚ:

ασέβεια
Gottlosigkeit θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με ασέβεια

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский