Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αρκώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

II . αρκούμαι VERB αυτοπ ρήμα

2. αρκούμαι (μένω ικανοποιημένος):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский