Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απόπειρα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απόπειρα [aˈpɔpira] SUBST θηλ

1. απόπειρα (δοκιμή):

απόπειρα
Versuch αρσ
απόπειρα αυτοκτονίας
απόπειρα εκβιασμού
απόπειρα κλοπής
ολοκληρωμένη απόπειρα ΝΟΜ
απόπειρα φόνου
Mordversuch αρσ
απόπειρα διάρρηξης (σε κτήριο)
απρόσφορη απόπειρα ΝΟΜ

2. απόπειρα (κατά της ζωής κάποιου):

απόπειρα
Attentat ουδ
απόπειρα ανθρωποκτονίας θηλ ΝΟΜ

Παραδειγματικές φράσεις με απόπειρα

απόπειρα θηλ πραξικοπήματος
απόπειρα θηλ αυτοκτονίας
απόπειρα θηλ διάρρηξης (σε κτήριο)
απόπειρα θηλ απόδρασης
απόπειρα αυτοκτονίας
απόπειρα εκβιασμού
απόπειρα κλοπής
ολοκληρωμένη απόπειρα ΝΟΜ
απόπειρα φόνου
απρόσφορη απόπειρα ΝΟΜ
απόπειρα θηλ ηθικής αυτουργίας
η απόπειρα αστόχησε
μελετώ μια απόπειρα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский