Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απόδειξη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απόδειξ|η <-εις> [aˈpɔðiksi] SUBST θηλ

1. απόδειξη (γενικά):

απόδειξη ΜΑΘ, ΝΟΜ
Beweis αρσ
απόδειξη του αντιθέτου
απόδειξη του αντιθέτου
μαθηματική απόδειξη
αναλυτική απόδειξη
απόδειξη της γνησιότητας
έμμεση απόδειξη
απόδειξη με τεκμήρια ΝΟΜ
Beweisantrag αρσ
Beweislast θηλ

2. απόδειξη μτφ (ευγνωμοσύνης):

απόδειξη
Zeugnis ουδ

3. απόδειξη (δελτίο):

απόδειξη
Schein αρσ
απόδειξη διαμετακόμισης
απόδειξη εξαγωγής ΟΙΚΟΝ
Ausfuhrschein αρσ
απόδειξη παραλαβής
απόδειξη φόρτωσης
Ladeschein αρσ

4. απόδειξη (δελτίο πληρωμής):

απόδειξη
Quittung θηλ
απόδειξη
Beleg αρσ
απόδειξη πληρωμής
Zahlungsbeleg αρσ
απόδειξη λογιστηρίου
ταμιακή απόδειξη
Kassenbeleg αρσ
ταμιακή απόδειξη
τραπεζική απόδειξη
Bankquittung θηλ
εκδίδω μια απόδειξη

Παραδειγματικές φράσεις με απόδειξη

απόδειξη θηλ διαμετακόμισης
απόδειξη θηλ εισαγωγής
απόδειξη θηλ παραλαβής
απόδειξη θηλ εξαγωγής
απόδειξη εξαγωγής ΟΙΚΟΝ
απόδειξη παραλαβής
απόδειξη φόρτωσης
Ladeschein αρσ
απόδειξη πληρωμής
απόδειξη λογιστηρίου
ταμιακή απόδειξη
μαθηματική απόδειξη
αναλυτική απόδειξη
έμμεση απόδειξη
τραπεζική απόδειξη
απόδειξη θηλ με αυτοψία
απόδειξη θηλ με τεκμήρια
απόδειξη θηλ της ενοχής

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский