Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποπεράτωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποπεράτωσ|η <-εις> [apɔpɛˈratɔsi] SUBST θηλ

1. αποπεράτωση (σπουδών, ομιλίας):

αποπεράτωση
Abschluss αρσ

2. αποπεράτωση (έργου τέχνης):

αποπεράτωση
Vollendung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский