Ελληνικά » Γερμανικά

απολ|αμβάνω <-αβα> [apɔlaɱˈvanɔ] VERB μεταβ

1. απολαμβάνω (ωφελούμαι, κερδίζω):

απολαμβάνω από

2. απολαμβάνω (ευχαριστιέμαι):

απολαμβάνω

απολ|αβαίνω [apɔlaˈvɛnɔ], απολ|αμβάνω [apɔlaɱˈvanɔ] <-αβα> VERB μεταβ (ωφελούμαι, κερδίζω)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский