Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αποδεκτός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αποδεκτ|ός <-ή, -ό> [apɔðɛkˈtɔs] ΕΠΊΘ

1. αποδεκτός (που μπορεί να γίνει δεκτός):

αποδεκτός

ιδιωτισμοί:

γίνομαι αποδεκτός

Παραδειγματικές φράσεις με αποδεκτός

γίνομαι αποδεκτός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский