Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: απειλητικός , αθλητικά , αποσιωπητικά και απειροστικός

αθλητικά [aθlitiˈka] SUBST ουδ πλ

1. αθλητικά (ειδήσεις):

Sportnachrichten θηλ πλ

2. αθλητικά (παπούτσια):

Sportschuhe αρσ πλ

3. αθλητικά (ρούχα):

Sportkleidung θηλ ενικ

απειροστικ|ός <-ή, -ό> [apirɔstiˈkɔs] ΕΠΊΘ

αποσιωπητικά [apɔsiɔpitiˈka] SUBST ουδ πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский