Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απασχολούμενοι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απασχολούμενοι [apasxɔˈlumɛni] SUBST αρσ πλ

οι απασχολούμενοι

Παραδειγματικές φράσεις με απασχολούμενοι

οι απασχολούμενοι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский