Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απασχολημένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απασχολημέν|ος <-η, -ο> [apasxɔliˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. απασχολημένος:

απασχολημένος με

2. απασχολημένος (με έγνοιες):

απασχολημένος

Παραδειγματικές φράσεις με απασχολημένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский