Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απαλλαγμένος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

απαλλαγμέν|ος <-η, -ο> [apalaɣˈmɛnɔs] ΕΠΊΘ

1. απαλλαγμένος (από κάποιο εμπόδιο):

απαλλαγμένος από
απαλλαγμένος από διοξείδιο του άνθρακα

2. απαλλαγμένος (από υποχρέωση):

απαλλαγμένος από

Παραδειγματικές φράσεις με απαλλαγμένος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский