Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απαλλάσσω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . απαλλά|σσω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [apaˈlasɔ] VERB μεταβ

1. απαλλάσσω (από υποχρέωση, δεινά):

απαλλάσσω από

2. απαλλάσσω (από ενόχληση):

απαλλάσσω κάποιον από κάτι

Παραδειγματικές φράσεις με απαλλάσσω

απαλλάσσω κάποιον από κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский