Ελληνικά » Γερμανικά

απ|έχω <-έσχα> [aˈpɛxɔ] VERB αμετάβ

1. απέχω (δε μετέχω):

απέχω από κάτι

Παραδειγματικές φράσεις με απέχω

απέχω από κάτι

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский