Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „απέξω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . απέξω [aˈpɛksɔ] ΕΠΊΡΡ

1. απέξω (στην έξω μεριά):

απέξω
περίμενε απέξω
απέξω από
außerhalb +γεν

2. απέξω (από έξω):

απέξω
ήρθε απέξω

3. απέξω (από μνήμης):

απέξω
το ξέρει απέξω
μιλάω απέξω-απέξω για κάτι

II . απέξω [aˈpɛksɔ] SUBST ουδ αμετάβλ (το έξω μέρος)

απέξω
Außenseite θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με απέξω

μιλάω απέξω-απέξω για κάτι
απέξω από
außerhalb +γεν
περίμενε απέξω
ήρθε απέξω
το ξέρει απέξω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский