Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αξιοποιώ“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αξιοποι|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [aksiɔpiˈɔ] VERB μεταβ

1. αξιοποιώ (το ταλέντο μου, το χρόνο μου):

αξιοποιώ

2. αξιοποιώ (έδαφος):

αξιοποιώ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский