Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανώτερος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανώτερ|ος <-η, -ο> [aˈnɔtɛrɔs] ΕΠΊΘ

1. ανώτερος (σε ιεραρχία, ποιότητα, τάξη):

ανώτερος
είμαι ανώτερος υποψίας
höhere Gewalt θηλ
Topmanagement ουδ
Fortbildung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με ανώτερος

είμαι ανώτερος υποψίας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский