Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανταγωνίζομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . ανταγωνί|ζομαι <-στηκα> [andaɣɔˈnizɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

ανταγωνίζομαι κάποιον

II . ανταγωνί|ζομαι <-στηκα> [andaɣɔˈnizɔmɛ] VERB αυτοπ ρήμα

ανταγωνίζομαι για
wetteifern um +αιτ

Παραδειγματικές φράσεις με ανταγωνίζομαι

ανταγωνίζομαι κάποιον
ανταγωνίζομαι για
wetteifern um +αιτ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский