Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αντίσταση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αντίστασ|η <-εις> [anˈdistasi] SUBST θηλ

1. αντίσταση ΦΥΣ:

αντίσταση κατά +γεν
Widerstand αρσ gegen +αιτ
προβάλλω αντίσταση σε κάτι
τσακίζω την αντίσταση κάποιου
χωρίς αντίσταση
αντίσταση αέρος, αντίσταση του αέρα
ειδική αντίσταση ΦΥΣ
επιφανειακή αντίσταση
αντίσταση ηλεκτροδίου
μαγνητική αντίσταση
οριακή αντίσταση
αντίσταση τριβής

2. αντίσταση ΗΛΕΚ:

αντίσταση
Widerstand αρσ
ανοδική αντίσταση
αρνητική αντίσταση
ενδογενής αντίσταση
επαγωγική αντίσταση
Induktivität θηλ
ηλεκτρική αντίσταση
ωμική αντίσταση θηλ ΗΛΕΚ
ωμική αντίσταση θηλ ΗΛΕΚ

Παραδειγματικές φράσεις με αντίσταση

αντίσταση αέρος, αντίσταση του αέρα
αντίσταση θηλ τριβής
αντίσταση θηλ αγωγού
αντίσταση θηλ ρευστών
αντίσταση θηλ ακτινοβολίας ΗΛΕΚ
αντίσταση θηλ ροής ΜΗΧΑΝΙΚΉ
καθοδική αντίσταση
ανοδική αντίσταση
επαγωγική αντίσταση
χωρίς αντίσταση
επιφανειακή αντίσταση
αντίσταση ηλεκτροδίου
μαγνητική αντίσταση
οριακή αντίσταση
αντίσταση τριβής
αρνητική αντίσταση
ενδογενής αντίσταση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский