Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αντίγραφο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αντίγραφο [anˈdiɣrafɔ] SUBST ουδ

αντίγραφο
Kopie θηλ
αντίγραφο ασφαλείας Η/Υ
επικυρωμένο αντίγραφο
ακριβές αντίγραφο ουδ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ
genaue Abschrift θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με αντίγραφο

αντίγραφο ουδ επιταγής
αντίγραφο ασφαλείας Η/Υ
επικυρωμένο αντίγραφο
αντίγραφο ουδ από το κτηματολόγιο

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский