Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανοχή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανοχή [anɔˈçi] SUBST θηλ

1. ανοχή (μακροθυμία):

ανοχή
Toleranz θηλ
Bordell ουδ

2. ανοχή (υπομονή):

ανοχή
Geduld θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με ανοχή

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский