Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανοξείδωτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανοξείδωτ|ος <-η, -ο> [anɔˈksiðɔtɔs] ΕΠΊΘ

1. ανοξείδωτος (που δε σκουριάζει):

ανοξείδωτος

2. ανοξείδωτος (ειδικά σκεύη κουζίνας):

ανοξείδωτος

3. ανοξείδωτος ΧΗΜ:

ανοξείδωτος

Παραδειγματικές φράσεις με ανοξείδωτος

ανοξείδωτος χάλυβας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский