Ελληνικά » Γερμανικά

ανθεκτικ|ός <-ή, -ό> [anθɛktiˈkɔs] ΕΠΊΘ

ανθεκτικός
ανθεκτικός στη ζέστη
ανθεκτικός στο κρύο
ανθεκτικός στο φως
ανθεκτικός στις παγωνιές
ανθεκτικός στη φωτιά
ανθεκτικός στη φωτιά
echte Farben θηλ πλ
ανθεκτικός ΒΙΟΛ, ΙΑΤΡ

Παραδειγματικές φράσεις με ανθεκτικός

ανθεκτικός στη ζέστη
ανθεκτικός στο κρύο
ανθεκτικός στο φως
ανθεκτικός στις παγωνιές
ανθεκτικός στη φωτιά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский