Ελληνικά » Γερμανικά

ανεβ|αίνω <-ηκα, -ασμένος> [anɛˈvɛnɔ] VERB αμετάβ

1. ανεβαίνω (περπατώ προς τα πάνω):

ανεβαίνω
ανεβαίνω τρέχοντας
ανεβαίνω τη σκάλα
ανεβαίνω ψηλά (κοινωνικά)

2. ανεβαίνω (σε βουνό, κορφή, σκεπή, άλογο):

ανεβαίνω σε
steigen auf +αιτ

3. ανεβαίνω (με ασανσέρ, όχημα):

ανεβαίνω

4. ανεβαίνω (στο τρένο, σε όχημα):

ανεβαίνω σε
einsteigen in +αιτ

5. ανεβαίνω (αερόστατο):

ανεβαίνω

6. ανεβαίνω (δρόμος):

ανεβαίνω

7. ανεβαίνω (τιμές, θερμοκρασία):

ανεβαίνω

8. ανεβαίνω (αυξάνομαι: έξοδα):

ανεβαίνω
ανεβαίνω στα μάτια κάποιου
ανεβαίνω στο θρόνο
ανεβαίνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский