Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναπλήρωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναπλήρωσ|η <-εις> [anaˈplirɔsi] SUBST θηλ

1. αναπλήρωση (συμπλήρωση):

αναπλήρωση
Ergänzung θηλ

2. αναπλήρωση (υπαλλήλου):

αναπλήρωση
Vertretung θηλ

3. αναπλήρωση (αντικατάσταση):

αναπλήρωση
Ersatz αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με αναπλήρωση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский