Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανανέωση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανανέωσ|η <-εις> [anaˈnɛɔsi] SUBST θηλ

1. ανανέωση (αντικατάσταση παλιού με νέο):

ανανέωση
Erneuerung θηλ
ανανέωση συμβολαίου

2. ανανέωση (παράταση):

ανανέωση
Verlängerung θηλ
Verlängerungsgebühr θηλ ενικ

Παραδειγματικές φράσεις με ανανέωση

ανανέωση θηλ διαβατηρίου
ανανέωση θηλ συμβολαίου
ανανέωση συμβολαίου

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский