Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναλογίζομαι“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναλογί|ζομαι <-στηκα, -ισμένος> [analɔˈjizɔmɛ] VERB αποθ ρήμα μεταβ

1. αναλογίζομαι (λαβαίνω υπόψη):

αναλογίζομαι

2. αναλογίζομαι (σκέφτομαι):

αναλογίζομαι κάτι

3. αναλογίζομαι (θυμάμαι):

αναλογίζομαι τον καιρό που

Παραδειγματικές φράσεις με αναλογίζομαι

αναλογίζομαι τον καιρό που

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский