Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναλαμπή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναλαμπή [analamˈbi] SUBST θηλ

1. αναλαμπή (ξαφνική λάμψη):

αναλαμπή
Aufleuchten ουδ

2. αναλαμπή μτφ:

αναλαμπή ελπίδας

Παραδειγματικές φράσεις με αναλαμπή

αναλαμπή ελπίδας

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский