Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναιμικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . αναιμικ|ός <-ή, -ό> [anɛmiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. αναιμικός (σχετικός με την αναιμία):

αναιμικός

2. αναιμικός (που πάσχει από αναιμία):

αναιμικός

II . αναιμικ|ός <-ή, -ό> [anɛmiˈkɔs] SUBST αρσ/θηλ

είμαι αναιμικός

Παραδειγματικές φράσεις με αναιμικός

είμαι αναιμικός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский