Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανάκτορο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανάκτορο [aˈnaktɔrɔ] SUBST ουδ

1. ανάκτορο (κατοικία του βασιλιά):

ανάκτορο
Schloss ουδ
ανάκτορο
Palast αρσ

2. ανάκτορο (πολυτελές κτήριο):

ανάκτορο
Palais ουδ

Παραδειγματικές φράσεις με ανάκτορο

το ανάκτορο ουδ της Κνωσού

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский