Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανάγωγη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναγωγή [anaɣɔˈji] SUBST θηλ

2. αναγωγή ΜΑΘ (ειδικά κλάσματος):

3. αναγωγή (μετατροπή):

Umwandlung θηλ

Παραδειγματικές φράσεις με ανάγωγη

ανάγωγη εξίσωση
ανάγωγη περίπτωση

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский